ζωογενής

ζωογενής
-ές (Α ζωογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, ζωώδης, θνητός
νεοελλ.
αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ)* + -γενής (< γένος), πρβλ. μονο-γενής, ομο-γενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζῳογενές — ζῳογενής of animate kind masc/fem voc sg ζῳογενής of animate kind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

  • ζωογένεια — η [ζωογενής] (εσφ. τ. αντί ζωογονία) η γένεση, η καταγωγή από ζώο …   Dictionary of Greek

  • ԿԵՆԴԱՆԱԾԻՆ — (ծնի, նաց.) NBH 1 1085 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c ա. ζωγονοῦν, ζωογενής ab animali procreatus, animalis. Կենդանի ծնեալն. ʼի կենդանւոյն ծնեալն առ ʼի կեալ. կենդանի. *Խելամուտ առնել զորդիսն իսրայէլի ʼի մէջ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”